Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

καταγέλαστος εἶναι

См. также в других словарях:

  • καταγέλαστος — η, ο (AM καταγέλα στος, ον) [καταγελώ] αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος (α. «σηκώθηκε να μιλήσει και έγινε καταγέλαστος» β. «φοβοῡμαι οὔ τι μὴ γελοῑα,... ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα», Πλάτ.). επίρρ... καταγελάστως (Α) με καταγέλαστο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • παγκαταγέλαστος — παγκαταγέλαστος, ον (Μ) 1. αυτός που είναι αντικείμενο γενικού χλευασμού, καταγέλαστος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παγκαταγέλαστον η ιδιότητα τού παγκαταγέλαστου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + καταγέλαστος] …   Dictionary of Greek

  • υπερκαταγέλαστος — ον, Α (επιτ. τ.) καταγέλαστος σε μέγιστο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + καταγέλαστος «αυτός που είναι αντικείμενο χλευασμού, ο γελοίος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»